- χαυνότητα
- χαυνότηςporousnessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαυνότητα — η / χαυνότης, ητος, ΝΜΑ [χαῡνος] η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα αρχ. 1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ. β. «τὰ φυτὰ… … Dictionary of Greek
χαυνότητα — η 1. η ιδιότητα του χαύνου, η πλαδαρότητα. 2. νωθρότητα, ατονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχαυνώνω — (Α ἐκχαυνῶ, όω) 1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω 2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα … Dictionary of Greek
μαλακισμός — μαλακισμός, ὁ (Α) [μαλακίζομαι] εξασθένηση, χαυνότητα … Dictionary of Greek
μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
μυριοχαύνη — μυριοχαύνη, ἡ (Α) γυναίκα που κάνει άπειρα ακκίσματα, γεμάτη χαυνότητα, φιληδονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαύνη, θηλ. τού επιθ. χαῦνος] … Dictionary of Greek
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek
νωθρώδης — νωθρώδης, ῶδες (ΑΜ) [νωθρός] μσν. ανόητος αρχ. αυτός που συνοδεύεται από νωθρότητα, από χαυνότητα … Dictionary of Greek